παρακαλώ — παρακαλώ, παρακάλεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. παρακαλάω Σημειώσεις: παρακαλώ : η κλίση σε ώ, είς (βλ. πίν. 76 ) επικρατεί σε στερεότυπες εκφρ. όπως: σε παρακαλώ ή απλά παρακαλώ, με τις οποίες ζητάει κάποιος ευγενικά κάτι ή επιτρέπει σε κάποιον κάτι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… … Dictionary of Greek
παρακαλῶ — παρακαλέω call to pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to fut ind act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοπαρακαλώ — παρακαλώ θερμά, ικετεύω … Dictionary of Greek
κρυφοπαρακαλώ — παρακαλώ ενδόμυχα … Dictionary of Greek
μυριοπαρακαλώ — μυριοπαρακαλῶ (Μ) παρακαλώ κάποιον πάρα πολλές φορές, παρακαλώ θερμά, υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + παρακαλῶ] … Dictionary of Greek
молити — МОЛ|ИТИ (753), Ю, ИТЬ гл. 1.Просить, умолять: молю же вьсѣхъ почитаѭщихъ не мозѣте клѧти. нъ исправльше. почитаите. ЕвОстр 1056–1057, 294г (запись); тъгда антонии въ скърби велицѣ бывъ. и въшедъ въ пещерѹ мол˫ааше бл҃женааго антонии. да изидеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
ευχαρίστηση — η (Μ εὐχαρίστησις και εὐχαρίστηση) [ευχαριστώ] 1. η πνευματική ή συναισθηματική ικανοποίηση, η ευχάριστη ψυχική κατάσταση («δεν βρίσκω στη ζωή καμιά ευχαρίστηση») 2. φρ. (α. «εάν έχετε την ευχαρίστηση» παρακαλώ, αν θέλετε... β. «λάβετε την… … Dictionary of Greek
καταδέομαι — (Α) παρακαλώ θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέομαι «παρακαλώ»] … Dictionary of Greek